Επιφανειακές έρευνες

1986

Στο πλαίσιο της συστηματικής ανασκαφικής έρευνας στον Πετρά Σητείας πραγματοποιήθηκε τον Ιούλιο του 1986 επιφανειακή έρευνα στους τέσσερις λόφους της θέσης. Σκοπός της έρευνας ήταν καταρχήν ο καθορισμός της έκτασης του μινωικού οικισμού του Πετρά, καθώς και ο εντοπισμός τυχόν άλλων θέσεων στην περιοχή. Για την επιφανειακή έρευνα χρησιμοποιήθηκε χάρτης της Γεωγραφικής Υπηρεσίας Στρατού σε κλίμακα 1:5000 και οι έρευνες κάλυψαν την ανατολική πλευρά του Λόφου Ι, την βορειοδυτική πλαγιά, τους δυτικούς πρόποδες και την κορυφή του ίδιου λόφου, καθώς και τον Λόφο ΙΙ, γνωστό στη βιβλιογραφία με το όνομα Κεφάλα, ενώ παράλληλα οι έρευνες εκτάθηκαν και στο Λόφο IV, που βρίσκεται νοτιότερα του Λόφου Ι. Κάθε λόφος αποτέλεσε ένα ξεχωριστό τομέα που χωρίστηκε σε μικρότερα τμήματα των εκατό έως και πεντακοσίων μέτρων, ανάλογα με τη μορφολογία του εδάφους, και τα οποία αριθμήθηκαν με αραβικούς αριθμούς. Στη διάρκεια της επιφανειακής έρευνας περισυλλέχθηκαν τα περισσότερα επιφανειακά όστρακα, ενώ αφέθηκαν αρκετά ακόμα στη θέση τους, ώστε να αποφευχθεί η ολοκληρωτική αλλοίωση της εικόνας του χώρου.

Σύμφωνα με τα πορίσματα της επιφανειακής έρευνας σημειώνονται πυκνά λείψανα κατοίκησης σε όλους τους λόφους.

Ο Λόφος Ι φαίνεται να ήταν όλος κατοικημένος. Σε ένα από τα άνδηρα της ανατολικής πλαγιάς, σε χώρο ελεύθερο από κτίσματα και ίχνη πρόσφατης καλλιέργειας, εντοπίστηκε μικρό τμήμα επιφανειακού τοίχου, το οποίο και έδωσε την αφορμή για περεταίρω ανασκαφική έρευνα την ίδια χρονιά, οπότε και αποκαλύφθηκε το μεγαλύτερο μέρος  ενός μεγάλου σπιτιού της ΥΜΙα (βλέπε περιγραφή Σπίτι  Ι.1). Στο σύνολο της ανατολικής πλαγιάς του Λόφου Ι, τα πρώτα ευρήματα της παράλληλης ανασκαφικής έρευνας δείχνουν ένα αρκετά υψηλό επίπεδο ζωής. Εκτός από τα πήλινα αγγεία, που ξεπέρασαν τα 500, αποκαλύφθηκαν επίσης λίθινα αγγεία, λίθινα εργαλεία (τριβεία, τριπτήρες, πελέκεις και λεπίδες οψιανού), και επιπλέον δεκάδες υφαντικά βάρη διαφόρων τύπων (δισκοειδή, παραλληλεπίπεδα και κυβικά), καθώς και μερικές χάνδρες και μια χάλκινη περόνη από στριφτό σύρμα. Στα νότια του πρώτου σπιτιού η ανασκαφική έρευνα αποκάλυψε επίσης έναν καμπυλόγραμμο τοίχο, που αποτελεί εξωτερικό τοίχο ενός δεύτερου σπιτιού. Επιπλέον με αφορμή τον επιφανειακό εντοπισμό, πραγματοποιήθηκαν δοκιμαστικές τομές στη βορειοδυτική πλαγιά του Λόφου Ι, σε απόσταση περίπου 50 μ. από την κυρίως ανασκαφή, όπου και εντοπίστηκαν σε κακή κατάσταση διατήρησης αρχιτεκτονικά λείψανα της ΥΜΙA. Παράλληλα, στην κορυφή του ίδιου λόφου, όπου διαμορφώνεται εκτεταμένος επίπεδος χώρος πολλών εκατοντάδων τετραγωνικών μέτρων, σώζονται επίσης επιφανειακά αρχιτεκτονικά λείψανα της ίδιας περιόδου, γεγονός που ενισχύει το ενδεχόμενο η πολεοδομική οργάνωση του Πετρά, ενός οικισμού που ήταν οργανωμένος σε άνδηρα, να ήταν ανάλογη με αυτή στα Γουρνιά. Εξάλλου, στους δυτικούς πρόποδες του Λόφου Ι, ακριβώς στα ανατολικά της κοιλάδας που σχηματίζει στις μέρες μας ο ποταμός Παντελής (ή Στόμιον), σώζεται τμήμα ισχυρού τείχους κτισμένου από μεγάλες ακανόνιστες πέτρες (βλέπε περιγραφή Τείχος).

Στο Λόφο ΙΙ που βρίσκεται στα ανατολικά του Λόφου Ι και συγκεκριμένα στην ανατολική πλαγιά εντοπίστηκαν πολλά όστρακα κι ένας φακοειδής σφραγιδόλιθος από σάρδιο με παράσταση αιγάγρου της ΥΜΙΙΙΑ. Τα ευρήματα αυτά οδηγούν στην άποψη για την ύπαρξη εγκατάστασης της ΥΜΙ-ΙΙΙ στο χώρο αυτό.  Στην κορυφή του Λόφου ΙΙ εντοπίστηκε εγκατάσταση της Τελικής Νεολιθικής φάσης. Μια πρώτη εξέταση του πλήθους των οστράκων από το χώρο αυτό δείχνουν πιθανές σχέσεις με τα νοτιοανατολικά Δωδεκάνησα, ενώ ο εντυπωσιακά μεγάλος αριθμός λεπίδων οψιανού, καθώς και τα απολεπίσματα και οι πυρήνες που περισυλλέχθηκαν, φανερώνουν την επεξεργασία οψιανού επιτόπου. Στον ίδιο λόφο, και συγκεκριμένα στο χώρο του οικοπέδου Τσακαλάκη, εντοπίστηκε και ως εκ τούτου ανασκάπτεται από το 2004 νεκροταφείο με ταφικά κτίρια της ΠΜ περιόδου, καθώς και βραχοσκεπή που ερευνήθηκε εκτενώς το 2006, και από όπου προήλθαν ανθρώπινα σκελετικά λείψανα.

1988

Το καλοκαίρι του 1988, η επιφανειακή έρευνα συνεχίστηκε με σκοπό τη διερεύνηση της προϊστορικής κατοίκησης σε όλη την έκταση του κόλπου τη Σητείας, από τη σύγχρονη πόλη έως και τη Μονή Τοπλού. Ο χώρος είναι γεωγραφικά πολύ καλά ορισμένος και διαθέτει εξαιρετικές οδούς επικοινωνίας τόσο από τη θάλασσα, όσο και από τη στεριά, με τόπους γειτονικούς αλλά και μακρύτερους. Η έρευνα απέδωσε σημαντικά ευρήματα στη θέση Ανάλουκας και Σταυρός, καθώς και στην περιοχή του αεροδρομίου. Σύμφωνα με τα πορίσματα της έρευνας, η εικόνα της οργάνωσης της μινωικής, και συγκεκριμένα της νεοανακτορικής κατοίκησης, στον κόλπο της Σητείας, φανερώνει έναν κεντρικό οικισμό στον Πετρά, έναν δεύτερο μικρότερο στον όρμο του Ανάλουκα, ιερά κορυφής στο Πισκοκέφαλο και τον Πρινιά, δυο επαύλεις στην Κληματαριά και τη Ζου, δύο εγκαταστάσεις αντίστοιχα στην περιοχή του αεροδρομίου και στο Σταυρό, δηλαδή σε στρατηγικά σημεία στην είσοδο και την έξοδο του κόλπου της Σητείας , καθώς και μεμονωμένες εγκαταστάσεις αγροτικού χαρακτήρα στην Αγία Φωτιά, στον Άσπρουγα και στον Ανάλουκα.

Συγκεκριμένα στον Ανάλουκα, περιοχή που βρίσκεται σε απόσταση περίπου 7 χλμ. ανατολικά της σύγχρονης Σητείας, και που αποτελεί κηρυγμένο αρχαιολογικό χώρο, έχουν εντοπιστεί 3 έως 5 θέσεις. Η πρώτη θέση είχε αναφερθεί παλαιότερα από το Ν. Πλάτωνα, βρίσκεται στην περιοχή «Κήποι Γρηγορίου» και αποτελεί πιθανόν νεοανακτορική αγροικία. Η δεύτερη θέση είχε αναφερθεί μερικά χρόνια αργότερα από τον Κ. Δαβάρα ως «μινωικός οικισμός, σχεδόν παράλιος». Λίγο αργότερα, η Μ. Τσιποπούλου εντόπισε σε πλατύ λόφο, ύψους μόλις 20 μ., ακριβώς σε παραλία του κόλπου της Σητείας, μία θέση που φαινόταν ανεσκαμμένη, οπότε και η Μ. Τσιποπούλου θεωρεί ότι η θέση αυτή ταυτίζεται με τον παράλιο μινωικό οικισμό του Κ. Δαβάρα. Πρόκειται για νεοανακτορικά λέιψανα κτιρίων που εκτείνονται σε έκταση περίπου 400 τετραγωνικών μέτρων και αποτελούν τοίχους σε χαμηλό ύψος (0,40-0,60 μ.), κτισμένους από μικρές και μέτριες ακανόνιστες πέτρες, καθώς κι έναν αναλημματικό τοίχο γύρω από το φρύδι του λόφου. Στον ίδιο χώρο εντοπίστηκαν αρκετά όστρακα, κυρίως από οικιακή κεραμεική, κατασκευασμένη από τους δύο πηλούς της περιοχής, τον κιτρινωπό, μέτριο πηλό του Πετρά και τον κοκκινοκάστανο, αρκετά χονδρό πηλό της Αγίας Φωτιάς, υπήρχαν ωστόσο και μερικά όστρακα από λεπτότερα αγγεία, κατασκευασμένα από τον πορτοκαλή, σχετικά λεπτό πηλό του Παλαικάστρου. Στο χώρο επίσης εντοπίστηκαν αρκετά λίθινα εργαλεία, κομμάτια πλίνθων και πήλινα βαρίδια. Σε απόσταση περίπου 1 χλμ. στα νοτιοανατολικά του προαναφερθέντος λόφου, αλλά και της παραλίας, στα βόρεια του δρόμου προς το Παλαίκαστρο και σε ύψωμα, η Μ. Τσιποπούλου εντόπισε βραχοσκεπή, που χρησιμοποιείται για σταβλισμό αιγοπροβάτων. Από το χώρο της βραχοσκεπής περισυλλέχθηκαν όστρακα της Ρωμαϊκής εποχής (1ος-2ος αι. μ.Χ.) που ανήκουν σε οικιακά αγγεία, αμφορείς, χυτροειδή, πινάκια και λύχνους, όλα κατασκευασμένα από κοκκινοκάστανο και πορτοκαλή πηλό. Μία ακόμη θέση εντοπίστηκε από τη Μ. Τσιποπούλου στην ίδια περιοχή και ακριβώς απέναντι από την προαναφερθείσα βραχοσκεπή, στα νότια του δρόμου Σητείας-Παλαικάστρου. Χωρίς να σώζονται επιφανειακά αρχιτεκτονικά λείψανα, οι ενδείξεις φανερώνουν  την ύπαρξη πιθανόν μεμονωμένης νεοανακτορικής αγροικίας, που όμως καταστράφηκε κατά την κατασκευή του σύγχρονου δρόμου. Περισυλλέχθηκε κεραμεική οικιακή, με ποικιλία σχημάτων, από καστανοκόκκινο χονδρό πηλό, αλλά και λεπτότερα όστρακα, μικρότερων αγγείων από πορτοκαλή πηλό του τύπου Παλαικάστρου. Δεν αποκλείεται η θέση να ταυτίζεται με την αγροικία του Ν. Πλάτωνα στους Κήπους Γρηγορίου που προαναφέρθηκε, γεγονός που παραμένει αδιευκρίνιστο. Αν ωστόσο πρόκειται για δυο διαφορετικές θέσεις στην ίδια περιοχή, όπου υπήρχαν μεμονωμένα νεοανακτορικά σπίτια, τότε είναι πιθανή μια οργάνωση κατοίκησης ανάλογη με αυτή που παρατηρείται κατά την ίδια φάση στη γειτονική πεδιάδα της Αγίας Φωτιάς, όπου η επιφανειακή έρευνα εντόπισε τουλάχιστον πέντε αγροικίες.

Σε απόσταση περίπου 2,5 χλμ. ανατολικά του Ανάλουκα και 12 χλμ. από τη σύγχρονη πόλη, στο ανατολικό άκρο του κόλπου της Σητείας βρίσκεται η περιοχή του Σταυρού. Πρόκειται για ένα βραχώδες ακρωτήριο, αρκετά ψηλό, με έδαφος που χαρακτηρίζεται από ισχυρή διάβρωση. Στην κορυφή του ακρωτηρίου σχηματίζεται επίπεδο πλάτωμα πολλών στρεμμάτων με αραιή και θαμνώδη βλάστηση. Στη θέση αυτή η επιφανειακή έρευνα εντόπισε ελάχιστα επιφανειακά λείψανα τοίχων σε κακή κατάσταση διατήρησης, λίθινα εργαλεία και οψιανοί . Τα όστρακα που περισυλλέχθηκαν και μελετήθηκαν ήταν αρκετά και αφορούν σε νεοανακτορική κεραμεική, αποκλειστικά οικιακού τύπου, κατασκευασμένη κυρίως από τον κοκκινοκάστανο χονδρό πηλό της Αγίας Φωτιάς, ενώ δεν λείπουν δείγματα από τους πηλούς του Πετρά και του Παλαικάστρου.  Ενδιαφέρον ωστόσο υπήρξε το πόρισμα της πετρολογικής ανάλυσης, από όπου διαφαίνονται δείγματα του χαρακτηριστικού πηλού από τον Ισθμό της Ιεράπετρας. Δεν είναι σαφής ο τύπος της εγκατάστασης σε αυτό το χώρο. Ωστόσο, αξίζει να σημειωθεί ότι από την ψηλή αυτή στρατηγική θέση είναι δυνατός ο έλεγχος του κόλπου της Σητείας κι ενός μεγάλου τμήματος του Κρητικού Πελάγους, ενώ η θέα προς την πόλη της Σητείας, τους λόφους του Πετρά, την πεδιάδα της Αγίας Φωτιάς, τον Ανάλουκα και όλους τους ενδιάμεσους κολπίσκους είναι εξαιρετική.

Στην περιοχή του αεροδρομίου, που βρίσκεται στην κορυφή του λόφου, όπου είναι κτισμένη η σύγχρονη πόλη της Σητείας, η επιφανειακή έρευνα δεν εντόπισε αρχιτεκτονικά λείψανα, τα οποία στην περίπτωση που σώζονταν έως πρόσφατα, σίγουρα θα καταστράφηκαν κατά τις ισοπεδωτικές εργασίες στο πλαίσιο της κατασκευής του αεροδρομίου. Ωστόσο, στη διάρκεια των ερευνών περισυλλέχθηκαν από το χώρο αρκετά νεοανακτορικά όστρακα, κυρίως χονδρά οικιακά από πίθους, πιθοειδή, τριποδικά και κωνικά κύπελλα, κατασκευασμένα από τον πηλό της Αγίας Φωτιάς και του Πετρά. Σύμφωνα με τις πληροφορίες ντόπιων κατοίκων, όμοια όστρακα έχουν βρεθεί και στη βορειοανατολική πλαγιά του λόφου του αεροδρομίου, και συγκεκριμένα προς την παραλία, στην περιοχή Κόκκινα. Τα ευρήματα της περιοχής του αεροδρομίου, ψηλής και στρατηγικής θέσης στο δυτικό άκρο του κόλπου της Σητείας, θα μπορούσαν να ερμηνευτούν ως ανάλογα αυτών από το ακρωτήριο Σταυρός, δηλαδή ως κατάλοιπα εγκατάστασης σχετιζόμενης με τον έλεγχο κυρίως από τη θάλασσα.
 
Στην περιοχή της πόλης της Σητείας οι έως τώρα έρευνες έχουν αποδώσει λίγες και αποσπασματικές ενδείξεις μινωικής κατοίκησης που χρονολογούνται στην ΥΜΙΙΙ και αφορούν κυρίως σε τάφους. Κατά συνέπεια, μπορεί να θεωρηθεί ότι δεν υπήρξε εκεί εκτεταμένος οικισμός, ο οποίος, όπως διαπιστώνεται, βρισκόταν στον Πετρά, γύρω από τον οποίο εντοπίζεται ένα εξαιρετικά ενδιαφέρον πλέγμα θέσεων ποικίλου χαρακτήρα και λειτουργιών. Μετά την ΥΜΙΑ εγκατάλειψη του οικισμού του Πετρά φαίνεται πιθανό η κατοίκηση να μετατοπίστηκε προς δυτικά-νοτιοδυτικά, σε τόπο απομακρυσμένο από την παραλία, εφόσον οι πολλοί και συνεχείς σεισμοί της νεοανακτορικής περιόδου κατέστρεψαν τις λιμενικές εγκαταστάσεις. Η ΥΜΙΙΙ θέση (ή οι θέσεις) βρίσκονταν στις νότιες παρυφές της σύγχρονης πόλης της Σητείας ή στην κοιλάδα του Πισκοκέφαλου.

1990

Το 1990 η επιφανειακή έρευνα συνεχίστηκε με σκοπό την καλύτερη κατανόηση της διασποράς των νεοανακτορικών θέσεων στην ενδοχώρα του κόλπου της Σητείας. Η έρευνα απέδωσε ίχνη νεοανακτορικής και μετανακτορικής κατοίκησης γύρω από την έπαυλη της ΥΜΙ που είχε ανασκάψει ο Ν. Πλάτων το 1954 στη θέση Κληματαριά, στους πρόποδες του λόφου Ανεμόμυλια, σε απόσταση περίπου 2 χμ. νότια της πόλης της Σητείας. Στη διάρκεια της επιφανειακής έρευνας εντοπίστηκε μία ακόμη νεοανακτορική θέση σε χαμηλό λόφο, στην περιοχή του αεροδρομίου, ενώ έγινε επιπλέον έρευνα στον Ανάλουκα, όπου είχαν εντοπίστεί μικρή παράκτια εγκατάσταση, δύο αγροικίες κι ένα σπήλαιο της ελληνορωμαϊκής εποχής. Στο πλαίσιο των ερευνών, εντοπίστηκαν επίσης στη θέση Άσπρουγας, που βρίσκεται σε απόσταση περίπου 1 χλμ. ανατολικά του Πετρά, μια σημαντική πηγή κίτρινου αργίλου, καθώς και τοίχοι και κεραμεική της νεοανακτορικής περιόδου.

Copyright

©2010 petras-excavations.gr. All Rights Reserved.

Ανάπτυξη Κωνσταντίνος Τόγιας.
Βασίζεται σε ΕΛ/ΛΑΚ.